- αντεκκόπτω
- ἀντεκκόπτω (Α)«ἀντεκκόπτω ὀφθαλμόν» — βγάζω για τιμωρία το μάτι κάποιου που έκανε το ίδιο σε κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεκκόπτομεν — ἀντεκκόπτω knock out in return pres ind act 1st pl ἀντεκκόπτω knock out in return imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκκόψαι — ἀντεκκόπτω knock out in return aor inf act ἀντεκκόψαῑ , ἀντεκκόπτω knock out in return aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκκεκόφθαι — ἀντεκκόπτω knock out in return perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκκοπῆναι — ἀντεκκόπτω knock out in return aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκκόπτειν — ἀντεκκόπτω knock out in return pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντεκκόπτεσθαι — ἀντεκκόπτω knock out in return pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek